Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammaràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ammaˈradʤo]

1 προσθαλάσσωση
2 προσθαλάσσωση διαστημοπλοίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammanto ammarare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammansirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammantare (ρ. μτβ.)
ammantarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammantatura (θηλ.ουσ)
ammanto (ουσ αρσ )
ammaraggio (ουσ αρσ )
ammarare (ρ.αμτβ.)
ammarraggio (ουσ αρσ )
ammarrare (ρ.αμτβ.)
ammassamento (ουσ αρσ )
ammassare (ρ. μτβ.)
ammassarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammassicciare (ρ. μτβ.)
ammassicciarsi (ρ.μ. (αντων.))
ammasso (ουσ αρσ )
ammatassare (ρ. μτβ.)
ammattimento (ουσ αρσ )
ammattire (ρ.αμτβ.)
ammattonare (ρ. μτβ.)
ammattonato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---