Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammàsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [amˈmasso] 1 μάτσο 2 στοίβα 3 κοινοπραξία 4 ορμαθός 5 σωρός 6 θημωνιά 7 ντάνα 8 μάζα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |