Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammantàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ammanˈtare]

1 περιβάλλω με μανδύα
2 σκεπάζω
3 επικαλύπτω
4 κρύβω
5 επενδύω

ammantàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ammanˈtarsi]

1 φορώ μανδύα
2 ντύνομαι
3 καλύπτομαι
4 επικαλύπτομαι
5 σκεπάζομαι
6 συγκαλύπτομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammansirsi ammantatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammannare (ρ. μτβ.)
ammannire (ρ. μτβ.)
ammansare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammansire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammansirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammantare (ρ. μτβ.)
ammantarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammantatura (θηλ.ουσ)
ammanto (ουσ αρσ )
ammaraggio (ουσ αρσ )
ammarare (ρ.αμτβ.)
ammarraggio (ουσ αρσ )
ammarrare (ρ.αμτβ.)
ammassamento (ουσ αρσ )
ammassare (ρ. μτβ.)
ammassarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammassicciare (ρ. μτβ.)
ammassicciarsi (ρ.μ. (αντων.))
ammasso (ουσ αρσ )
ammatassare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---