Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammannàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ammanˈnare]

δεματιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammanigliato ammannire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammanettare (ρ. μτβ.)
ammanierare (ρ. μτβ.)
ammanierato (επίθ.)
ammanigliare (ρ. μτβ.)
ammanigliato (επίθ.)
ammannare (ρ. μτβ.)
ammannire (ρ. μτβ.)
ammansare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammansire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammansirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammantare (ρ. μτβ.)
ammantarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammantatura (θηλ.ουσ)
ammanto (ουσ αρσ )
ammaraggio (ουσ αρσ )
ammarare (ρ.αμτβ.)
ammarraggio (ουσ αρσ )
ammarrare (ρ.αμτβ.)
ammassamento (ουσ αρσ )
ammassare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---