Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammanieràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ammanjeˈrato]

1 τεχνητός
2 επιτηδευμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammanierare ammanigliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammaliziare (ρ. μτβ.)
ammalizzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammanco (ουσ αρσ )
ammanettare (ρ. μτβ.)
ammanierare (ρ. μτβ.)
ammanierato (επίθ.)
ammanigliare (ρ. μτβ.)
ammanigliato (επίθ.)
ammannare (ρ. μτβ.)
ammannire (ρ. μτβ.)
ammansare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammansire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammansirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammantare (ρ. μτβ.)
ammantarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammantatura (θηλ.ουσ)
ammanto (ουσ αρσ )
ammaraggio (ουσ αρσ )
ammarare (ρ.αμτβ.)
ammarraggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---