Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόammanigliàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ammaniʎˈʎato] 1 δεμένος (με κάποιον) 2 αλυσοδεμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |