Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammalinconìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ammalinkoˈnire]

1 λυπώ
2 θλίβω

ammalinconirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ammalinkoˈnirsi]

1 θλίβομαι
2 μελαγχολώ
3 λυπούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammaliatrice ammaliziare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammalato (επίθ.)
ammaliamento (ουσ αρσ )
ammaliare (ρ. μτβ.)
ammaliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ammaliatrice (θηλ.ουσ)
ammalinconire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammalinconirsi (ρ.μ. (αντων.))
ammaliziare (ρ. μτβ.)
ammalizzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammanco (ουσ αρσ )
ammanettare (ρ. μτβ.)
ammanierare (ρ. μτβ.)
ammanierato (επίθ.)
ammanigliare (ρ. μτβ.)
ammanigliato (επίθ.)
ammannare (ρ. μτβ.)
ammannire (ρ. μτβ.)
ammansare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammansire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammansirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---