Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ammaliatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ammaljaˈtore]

1 θελκτικός
2 γόης
3 γοητευτής
4 γοητευτικός
5 ελκυστικός
6 μαγευτικός
7 σαγηνευτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ammaliare ammaliatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ammalarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ammalato (ουσ αρσ )
ammalato (επίθ.)
ammaliamento (ουσ αρσ )
ammaliare (ρ. μτβ.)
ammaliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ammaliatrice (θηλ.ουσ)
ammalinconire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammalinconirsi (ρ.μ. (αντων.))
ammaliziare (ρ. μτβ.)
ammalizzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ammanco (ουσ αρσ )
ammanettare (ρ. μτβ.)
ammanierare (ρ. μτβ.)
ammanierato (επίθ.)
ammanigliare (ρ. μτβ.)
ammanigliato (επίθ.)
ammannare (ρ. μτβ.)
ammannire (ρ. μτβ.)
ammansare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---