ItalianoGreco


amenità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ameniˈta]

1 φιλοφροσύνη
2 τερπνότητα
3 κέφι
4 αβρότητα
5 ευθυμία
6 ευχαρίστηση
7 ανοητολογία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---