Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amebèo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ameˈbɛo]

ο της αμοιβάδας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ameba amebiasi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ambulanza (θηλ.ουσ)
ambulatoriale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ambulatorio (ουσ αρσ )
ambulatorio (επίθ.)
ameba (θηλ.ουσ)
amebeo (αρσ. επίθ και ουσ)
amebiasi (θηλ.ουσ)
ameboide (επίθ.)
amen (επιφ.)
amenità (θηλ.ουσ)
ameno (επίθ.)
amenorrea (θηλ.ουσ)
amento (ουσ αρσ )
America (θηλ.ουσ)
americana (θηλ.ουσ)
americanata (θηλ.ουσ)
americanismo (ουσ αρσ )
americanista (ουσ αρσ και θηλ.)
americanistica (θηλ.ουσ)
americanizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---