Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Amèrica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aˈmɛrika]

η Αμερική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amento americana  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Nord [αρσ.] America [θηλ.] = η Βόρεια Αμερική || Stati [αρσ. πλυθ.] Uniti d'America = οι Ηνωμένες Πολιτείες [f.] Αμερικής || Sud [αρσ.] America = η Νότια Αμερική


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amen (επιφ.)
amenità (θηλ.ουσ)
ameno (επίθ.)
amenorrea (θηλ.ουσ)
amento (ουσ αρσ )
America (θηλ.ουσ)
americana (θηλ.ουσ)
americanata (θηλ.ουσ)
americanismo (ουσ αρσ )
americanista (ουσ αρσ και θηλ.)
americanistica (θηλ.ουσ)
americanizzare (ρ. μτβ.)
americanizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
americanizzazione (θηλ.ουσ)
americano (ουσ αρσ )
americano (επίθ.)
americanofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
americanologo (ουσ αρσ )
americio (ουσ αρσ )
amerindiano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---