Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ambulànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ambuˈlante]

1 περιοδεύων υπάλληλος
2 πλασιέ
3 πλανόδιος έμπορος
4 γυρολόγος

ambulànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ambuˈlante]

1 πλανόβιος
2 πλανώμενος
3 πλανόδιος
4 πλάνης
5 περιοδεύων
6 περιπλανώμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ambulacro ambulanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ambo (ουσ αρσ )
ambra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ambrato (επίθ.)
ambrosia (θηλ.ουσ)
ambulacro (ουσ αρσ )
ambulante (ουσ αρσ και θηλ.)
ambulante (επίθ.)
ambulanza (θηλ.ουσ)
ambulatoriale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ambulatorio (ουσ αρσ )
ambulatorio (επίθ.)
ameba (θηλ.ουσ)
amebeo (αρσ. επίθ και ουσ)
amebiasi (θηλ.ουσ)
ameboide (επίθ.)
amen (επιφ.)
amenità (θηλ.ουσ)
ameno (επίθ.)
amenorrea (θηλ.ουσ)
amento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---