ItalianoGreco


ambulànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ambuˈlante]

1 περιοδεύων υπάλληλος
2 πλασιέ
3 πλανόδιος έμπορος
4 γυρολόγος

ambulànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ambuˈlante]

1 πλανόβιος
2 πλανώμενος
3 πλανόδιος
4 πλάνης
5 περιοδεύων
6 περιπλανώμενος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---