ambulànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ambuˈlante]
1 περιοδεύων υπάλληλος
2 πλασιέ
3 πλανόδιος έμπορος
4 γυρολόγος
ambulànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ambuˈlante]
1 πλανόβιος
2 πλανώμενος
3 πλανόδιος
4 πλάνης
5 περιοδεύων
6 περιπλανώμενος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ambuˈlante]
1 περιοδεύων υπάλληλος
2 πλασιέ
3 πλανόδιος έμπορος
4 γυρολόγος
ambulànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ambuˈlante]
1 πλανόβιος
2 πλανώμενος
3 πλανόδιος
4 πλάνης
5 περιοδεύων
6 περιπλανώμενος
permalink
ambulante (ουσ αρσ και θηλ.)
ambulante (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android