ItalianoGreco


àmbra  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈambra]

1 κεχριμπάρι
2 ήλεκτρο
3 κίτρινο κεχριμπαριού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---