Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ambientazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ambjentatˈtsjone]

1 εγκλιματισμός
2 εγκλιμάτιση
3 προσαρμογή
4 εξοικείωση
5 σκηνικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ambientarsi ambiente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ambientale (επίθ.)
ambientalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ambientamento (ουσ αρσ )
ambientare (ρ. μτβ.)
ambientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ambientazione (θηλ.ουσ)
ambiente (ουσ αρσ )
ambiente (επίθ.)
ambigenere (επίθ.)
ambiguità (θηλ.ουσ)
ambiguo (επίθ.)
ambio (ουσ αρσ )
ambire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ambito (ουσ αρσ )
ambivalente (επίθ.)
ambivalenza (θηλ.ουσ)
ambizione (θηλ.ουσ)
ambizioso (ουσ αρσ )
ambizioso (επίθ.)
ambliopia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---