ItalianoGreco


ambiènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [amˈbjɛnte]

το περιβάλλον

ambiènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [amˈbjɛnte]

1 ο του περιβάλλοντος
2 περιβάλλων


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


temperatura [θηλ.] ambiente = η θερμοκρασία περιβάλλοντος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---