Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amàzzone  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aˈmaddzone]

1 ιππεύτρια
2 αμαζόνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amaurosi amazzonio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amarra (θηλ.ουσ)
amato (αρσ. επίθ και ουσ)
amatore (ουσ αρσ )
amatorio (επίθ.)
amaurosi (θηλ.ουσ)
amazzone (θηλ.ουσ)
amazzonio (επίθ.)
ambagi (ουσ αρσ πληθ.)
ambasceria (θηλ.ουσ)
ambascia (θηλ.ουσ)
ambasciata (θηλ.ουσ)
ambasciatore (ουσ αρσ )
ambasciatrice (θηλ.ουσ)
ambedue (επίθ.)
ambiare (ρ.αμτβ.)
ambiatura (θηλ.ουσ)
ambidestrismo (ουσ αρσ )
ambidestro (αρσ. επίθ και ουσ)
ambientale (επίθ.)
ambientalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---