Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amàrra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aˈmarra]

1 κάβος πρόσδεσης πλοίου
2 πρυμνήσιο
3 παλαμάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amarognolo amato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amaricante (αρσ. επίθ και ουσ)
amarillide (θηλ.ουσ)
amaro (ουσ αρσ )
amaro (επίθ.)
amarognolo (επίθ.)
amarra (θηλ.ουσ)
amato (αρσ. επίθ και ουσ)
amatore (ουσ αρσ )
amatorio (επίθ.)
amaurosi (θηλ.ουσ)
amazzone (θηλ.ουσ)
amazzonio (επίθ.)
ambagi (ουσ αρσ πληθ.)
ambasceria (θηλ.ουσ)
ambascia (θηλ.ουσ)
ambasciata (θηλ.ουσ)
ambasciatore (ουσ αρσ )
ambasciatrice (θηλ.ουσ)
ambedue (επίθ.)
ambiare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---