Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amarétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [amaˈretto]

1 εργολάβος (αμυγδαλωτό γλυκό)
2 αμυγδαλωτό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amareno amarezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amareggiamento (ουσ αρσ )
amareggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
amareggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
amarena (θηλ.ουσ)
amareno (ουσ αρσ )
amaretto (ουσ αρσ )
amarezza (θηλ.ουσ)
amaricante (αρσ. επίθ και ουσ)
amarillide (θηλ.ουσ)
amaro (ουσ αρσ )
amaro (επίθ.)
amarognolo (επίθ.)
amarra (θηλ.ουσ)
amato (αρσ. επίθ και ουσ)
amatore (ουσ αρσ )
amatorio (επίθ.)
amaurosi (θηλ.ουσ)
amazzone (θηλ.ουσ)
amazzonio (επίθ.)
ambagi (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---