Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàlzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈaltso] 1 στόχαστρο (όπλου) 2 κλισιοσκόπιο (όπλου) 3 όργανο σκόπευσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |