Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [alˈtsare]

σηκώνω

alzàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [alˈtsarsi]

(da letto, sedia) σηκώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alzamento alzata  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


alzare il gomito = τα τσούζω || alzare le mani = απλώνω χέρι || su, alzati = άντε, σήκω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alvo (ουσ αρσ )
alzabandiera (ουσ αρσ )
alzacristallo (ουσ αρσ )
alzaia (θηλ.ουσ)
alzamento (ουσ αρσ )
alzare (ρ. μτβ.)
alzarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
alzata (θηλ.ουσ)
alzato (αρσ. επίθ και ουσ)
alzavalvola (θηλ.ουσ)
alzavola (θηλ.ουσ)
alzo (ουσ αρσ )
amabile (επίθ.)
amabilità (θηλ.ουσ)
amabilmente (επίρ.)
amaca (θηλ.ουσ)
amadriade (θηλ.ουσ)
amagnetico (επίθ.)
amalgama (ουσ αρσ )
amalgamare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---