Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaltùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [alˈtura] 1 ύψωμα 2 πέλαγος 3 ψήλωμα 4 γήλοφος 5 ανοιχτή θάλασσα 6 κορυφή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |