Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


altrùi  
κτητικό επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [alˈtruj]

1 άλλων
2 ξένη περιουσία (περιουσία άλλων)
3 άλλοι
4 άλλων ανθρώπων
5 αλλονών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  altrove altruismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

altrieri (ουσ αρσ )
altrimenti (επίρ.)
altro (οριστ. επίθ.)
altronde (επίρ.)
altrove (επίρ.)
altrui (κτητ. επίθ.)
altruismo (ουσ αρσ )
altruista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
altruistico (επίθ.)
altura (θηλ.ουσ)
alturiero (αρσ. επίθ και ουσ)
alunno (ουσ αρσ )
alveare (ουσ αρσ )
alveo (ουσ αρσ )
alveolite (θηλ.ουσ)
alvo (ουσ αρσ )
alzabandiera (ουσ αρσ )
alzacristallo (ουσ αρσ )
alzaia (θηλ.ουσ)
alzamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---