Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


altopòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [altoˈpɔrto]

αεροδρόμιο σε βουνό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  altopiano altorilievo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

altocumulo (ουσ αρσ )
altoforno (ουσ αρσ )
altolocato (επίθ.)
altoparlante (ουσ αρσ )
altopiano (ουσ αρσ )
altoporto (ουσ αρσ )
altorilievo (ουσ αρσ )
altresì (επίρ.)
altrettanto (επίρ.)
altri (οριστ. αντων.)
altrieri (ουσ αρσ )
altrimenti (επίρ.)
altro (οριστ. επίθ.)
altronde (επίρ.)
altrove (επίρ.)
altrui (κτητ. επίθ.)
altruismo (ουσ αρσ )
altruista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
altruistico (επίθ.)
altura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---