Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alternànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [alterˈnantsa]

1 εναλλαγή
2 περιτροπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alterigia alternare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alterazione (θηλ.ουσ)
altercare (ρ.αμτβ.)
altercazione (θηλ.ουσ)
alterezza (θηλ.ουσ)
alterigia (θηλ.ουσ)
alternanza (θηλ.ουσ)
alternare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
alternarsi (ρ. μ. αμτβ.)
alternativa (θηλ.ουσ)
alternativamente (επίρ.)
alternativo (επίθ.)
alternato (επίθ.)
alternatore (ουσ αρσ )
alternazione (θηλ.ουσ)
alterno (επίθ.)
altero (επίθ.)
altezza (θηλ.ουσ)
altezzosità (θηλ.ουσ)
altezzoso (επίθ.)
alticcio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---