Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alteràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [alteˈrato]

ουσιαστικό αλλοίωσης

alteràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [alteˈrato]

1 αλλοιωμένος
2 ξινισμένος
3 ταραγμένος
4 διαστρεβλωμένος
5 χαλασμένος
6 μπαγιάτικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alterativo alterazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alterabile (επίθ.)
alterabilità (θηλ.ουσ)
alterare (ρ. μτβ.)
alterarsi (ρ. μ. αμτβ.)
alterativo (επίθ.)
alterato (ουσ αρσ )
alterato (επίθ.)
alterazione (θηλ.ουσ)
altercare (ρ.αμτβ.)
altercazione (θηλ.ουσ)
alterezza (θηλ.ουσ)
alterigia (θηλ.ουσ)
alternanza (θηλ.ουσ)
alternare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
alternarsi (ρ. μ. αμτβ.)
alternativa (θηλ.ουσ)
alternativamente (επίρ.)
alternativo (επίθ.)
alternato (επίθ.)
alternatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---