Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalteràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [alteˈrato] ουσιαστικό αλλοίωσης alteràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [alteˈrato] 1 αλλοιωμένος 2 ξινισμένος 3 ταραγμένος 4 διαστρεβλωμένος 5 χαλασμένος 6 μπαγιάτικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |