Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaltàre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [alˈtare] ο βωμός, το θυσιαστήριο, η Αγία Τράπεζα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |