Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalpigiàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [alpiˈʤano] 1 αλπινιστής 2 ορειβάτης 3 κάτοικος των Άλπεων alpigiàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [alpiˈʤano] 1 αλπικός 2 ορεινός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |