Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alpinìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [alpiˈnizmo]

ο αλπινισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alpigiano alpinista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alpenstock (ουσ αρσ )
alpestre (αρσ. επίθ και ουσ)
Alpi (θηλ. ουσ πληθ.)
alpigiano (ουσ αρσ )
alpigiano (επίθ.)
alpinismo (ουσ αρσ )
alpinista (ουσ αρσ και θηλ.)
alpinistico (επίθ.)
alpino (αρσ. επίθ και ουσ)
alquanto (οριστ. επίθ.)
alt (επιφ.)
altacassa (θηλ.ουσ)
altalena (θηλ.ουσ)
altalenare (ρ.αμτβ.)
altamente (επίρ.)
altana (θηλ.ουσ)
altare (ουσ αρσ )
altea (θηλ.ουσ)
alterabile (επίθ.)
alterabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---