Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόallungaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [allungaˈmento] 1 τέντωμα 2 διάλυση (σε υγρό) 3 μάκρεμα 4 επιμήκυνση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |