Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόallùngo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [alˈlungo] 1 απλωτή 2 μακρύ πέρασμα 3 μακρινάρι 4 απότομη κίνηση επίθεσης (με ξίφος) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |