Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόallucinògeno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [alluʧiˈnɔʤeno] παραισθησιογόνο (ουσία) allucinògeno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [alluʧiˈnɔʤeno] παραισθησιογόνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |