Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allucinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [alluʧiˈnato]

πρόσωπο που υποφέρει από παραισθήσεις

allucinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [alluʧiˈnato]

1 που έχει οράματα ή παραισθήσεις
2 έκθαμβος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allucinare allucinatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allotropico (επίθ.)
allotropo (ουσ αρσ )
alluce (ουσ αρσ )
allucinante (επίθ.)
allucinare (ρ. μτβ.)
allucinato (ουσ αρσ )
allucinato (επίθ.)
allucinatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
allucinazione (θηλ.ουσ)
allucinogeno (ουσ αρσ )
allucinogeno (επίθ.)
allucinosi (θηλ.ουσ)
alluda (θηλ.ουσ)
alludere (ρ.αμτβ.)
allumare (ρ. μτβ.)
allume (ουσ αρσ )
allumina (θηλ.ουσ)
alluminatura (θηλ.ουσ)
alluminio (ουσ αρσ )
alluminosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---