allucinàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [alluʧiˈnato]
πρόσωπο που υποφέρει από παραισθήσεις
allucinàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [alluʧiˈnato]
1 που έχει οράματα ή παραισθήσεις
2 έκθαμβος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [alluʧiˈnato]
πρόσωπο που υποφέρει από παραισθήσεις
allucinàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [alluʧiˈnato]
1 που έχει οράματα ή παραισθήσεις
2 έκθαμβος
permalink
allucinato (ουσ αρσ )
allucinato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android