Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόallucinànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [alluʧiˈnante] 1 (spettacolo, avventura) εφιαλτικός (-ή, -ό) 2 (caldo/freddo) τρομερός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |