Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allontanàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [allontaˈnare]

απομακρύνω

allontanàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [allontaˈnarsi]

(da) απομακρύνομαι (από)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allontanamento allontanato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alloggiare (ρ.αμτβ.)
alloggio (ουσ αρσ )
alloglotta (επίθ.)
alloglotto (αρσ. επίθ και ουσ)
allontanamento (ουσ αρσ )
allontanare (ρ. μτβ.)
allontanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
allontanato (επίθ.)
allopatia (θηλ.ουσ)
allopatico (ουσ αρσ )
allopatico (επίθ.)
allora (σύνδ.)
allora (επίρ.)
allorché (σύνδ.)
alloro (ουσ αρσ )
allorquando (σύνδ.)
allotrapianto (ουσ αρσ )
allotropia (θηλ.ουσ)
allotropico (επίθ.)
allotropo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---