Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόallòggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [alˈlɔdʤo] η διαμονή, η κατοικία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαvitto [αρσ.] e alloggio [αρσ.] = διατροφή και διαμονή, τροφή και στέγη Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |