Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allóra  
σύνδεσμος

Προσφορά I.P.A.: [alˈlora]

1 (in questo caso) σ' αυτή την περίπτωση
2 (dunque) λοιπόν

allóra  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [alˈlora]

(in quel momento) τότε


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allopatico allorché  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


da allora = από τότε


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allontanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
allontanato (επίθ.)
allopatia (θηλ.ουσ)
allopatico (ουσ αρσ )
allopatico (επίθ.)
allora (σύνδ.)
allora (επίρ.)
allorché (σύνδ.)
alloro (ουσ αρσ )
allorquando (σύνδ.)
allotrapianto (ουσ αρσ )
allotropia (θηλ.ουσ)
allotropico (επίθ.)
allotropo (ουσ αρσ )
alluce (ουσ αρσ )
allucinante (επίθ.)
allucinare (ρ. μτβ.)
allucinato (ουσ αρσ )
allucinato (επίθ.)
allucinatorio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---