Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alloggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [allodˈʤare]

κατοικώ, μένω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alloggiamento alloggio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


alloggiare presso qualcuno = μένω στο σπίτι κάποιου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allogare (ρ. μτβ.)
allogarsi (ρ.μ. (αντων.))
allogeno (ουσ αρσ )
allogeno (επίθ.)
alloggiamento (ουσ αρσ )
alloggiare (ρ.αμτβ.)
alloggio (ουσ αρσ )
alloglotta (επίθ.)
alloglotto (αρσ. επίθ και ουσ)
allontanamento (ουσ αρσ )
allontanare (ρ. μτβ.)
allontanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
allontanato (επίθ.)
allopatia (θηλ.ουσ)
allopatico (ουσ αρσ )
allopatico (επίθ.)
allora (σύνδ.)
allora (επίρ.)
allorché (σύνδ.)
alloro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---