Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalloggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [allodʤaˈmento] 1 στρατοπέδευση 2 στρατόπεδο 3 σχισμή 4 κατοικία 5 καταυλισμός 6 κατάλυμα 7 κατοίκιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |