Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allocutóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [allokuˈtore]

ρήτορας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allocromia allocuzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allocchire (ρ.αμτβ.)
allocco (ουσ αρσ )
allocroico (επίθ.)
allocromatico (επίθ.)
allocromia (θηλ.ουσ)
allocutore (ουσ αρσ )
allocuzione (θηλ.ουσ)
allodola (θηλ.ουσ)
allogamento (ουσ αρσ )
allogamia (θηλ.ουσ)
allogare (ρ. μτβ.)
allogarsi (ρ.μ. (αντων.))
allogeno (ουσ αρσ )
allogeno (επίθ.)
alloggiamento (ουσ αρσ )
alloggiare (ρ.αμτβ.)
alloggio (ουσ αρσ )
alloglotta (επίθ.)
alloglotto (αρσ. επίθ και ουσ)
allontanamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---