Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allevaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [allevaˈmento]

1 η εκτροπή
2 (di bestiame) η κτηνοτροφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allettevole allevare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allettante (επίθ.)
allettare (ρ. μτβ.)
allettarsi (ρ.μ. (αντων.))
allettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
allettevole (επίθ.)
allevamento (ουσ αρσ )
allevare (ρ. μτβ.)
allevatore (αρσ. επίθ και ουσ)
alleviamento (ουσ αρσ )
alleviare (ρ. μτβ.)
allibire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
allibrare (ρ. μτβ.)
allibratore (ουσ αρσ )
allicciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
allietare (ρ. μτβ.)
allietarsi (ρ.μ. (αντων.))
allievo (ουσ αρσ )
alligatore (ουσ αρσ )
allignare (ρ.αμτβ.)
allineamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---