Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόallettaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [allettaˈmento] 1 δελεασμός 2 θέλγητρο 3 έλξη 4 δέλεαρ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |