allestiménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [allestiˈmento]
1 εξοπλισμός
2 εξάρτιση
3 σύνολο εφοδίων
4 αρμάτωμα
5 εφοπλισμός
6 προετοιμασία
7 εφοδιασμός με ξάρτια
8 υλικά εξοπλισμού
9 κουρτίνες παραθύρου
10 άρμενα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [allestiˈmento]
1 εξοπλισμός
2 εξάρτιση
3 σύνολο εφοδίων
4 αρμάτωμα
5 εφοπλισμός
6 προετοιμασία
7 εφοδιασμός με ξάρτια
8 υλικά εξοπλισμού
9 κουρτίνες παραθύρου
10 άρμενα
permalink
allestimento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android