Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allestiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [allestiˈmento]

1 εξοπλισμός
2 εξάρτιση
3 σύνολο εφοδίων
4 αρμάτωμα
5 εφοπλισμός
6 προετοιμασία
7 εφοδιασμός με ξάρτια
8 υλικά εξοπλισμού
9 κουρτίνες παραθύρου
10 άρμενα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allergologo allestire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allergia (θηλ.ουσ)
allergico (αρσ. επίθ και ουσ)
allergizzare (ρ. μτβ.)
allergologia (θηλ.ουσ)
allergologo (ουσ αρσ )
allestimento (ουσ αρσ )
allestire (ρ. μτβ.)
allettamento (ουσ αρσ )
allettante (επίθ.)
allettare (ρ. μτβ.)
allettarsi (ρ.μ. (αντων.))
allettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
allettevole (επίθ.)
allevamento (ουσ αρσ )
allevare (ρ. μτβ.)
allevatore (αρσ. επίθ και ουσ)
alleviamento (ουσ αρσ )
alleviare (ρ. μτβ.)
allibire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
allibrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---