Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [allenˈtare]

1 εκτονώνω
2 μποσικάρω
3 ξετεντώνω
4 ξελασκάρω
5 λασκάρω
6 μαὶνάρω
7 χαλαρώνω
8 επιβραδύνω
9 ξεσφίγγω

allentàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [allenˈtarsi]

1 αναζητώ ξεκούραση ή χαλάρωση
2 εργάζομαι χαλαρά
3 χαλαρώνομαι
4 λασκάρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allentamento allentatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allenamento (ουσ αρσ )
allenare (ρ. μτβ.)
allenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
allenatore (αρσ. επίθ και ουσ)
allentamento (ουσ αρσ )
allentare (ρ. μτβ.)
allentarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
allentatura (θηλ.ουσ)
allergene (ουσ αρσ )
allergia (θηλ.ουσ)
allergico (αρσ. επίθ και ουσ)
allergizzare (ρ. μτβ.)
allergologia (θηλ.ουσ)
allergologo (ουσ αρσ )
allestimento (ουσ αρσ )
allestire (ρ. μτβ.)
allettamento (ουσ αρσ )
allettante (επίθ.)
allettare (ρ. μτβ.)
allettarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---