Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allenàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [alleˈnare]

προπονώ

allenàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [alleˈnarsi]

1 προπονούμαι
2 εκπαιδεύομαι
3 προγυμνάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allenamento allenatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allegrone (ουσ αρσ )
allele (ουσ αρσ )
allelomorfo (αρσ. επίθ και ουσ)
alleluia (ουσ αρσ και θηλ.)
allenamento (ουσ αρσ )
allenare (ρ. μτβ.)
allenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
allenatore (αρσ. επίθ και ουσ)
allentamento (ουσ αρσ )
allentare (ρ. μτβ.)
allentarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
allentatura (θηλ.ουσ)
allergene (ουσ αρσ )
allergia (θηλ.ουσ)
allergico (αρσ. επίθ και ουσ)
allergizzare (ρ. μτβ.)
allergologia (θηλ.ουσ)
allergologo (ουσ αρσ )
allestimento (ουσ αρσ )
allestire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---