Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allenatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [allenaˈtore]

ο προπονητής, η προπονήτρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allenarsi allentamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allelomorfo (αρσ. επίθ και ουσ)
alleluia (ουσ αρσ και θηλ.)
allenamento (ουσ αρσ )
allenare (ρ. μτβ.)
allenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
allenatore (αρσ. επίθ και ουσ)
allentamento (ουσ αρσ )
allentare (ρ. μτβ.)
allentarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
allentatura (θηλ.ουσ)
allergene (ουσ αρσ )
allergia (θηλ.ουσ)
allergico (αρσ. επίθ και ουσ)
allergizzare (ρ. μτβ.)
allergologia (θηλ.ουσ)
allergologo (ουσ αρσ )
allestimento (ουσ αρσ )
allestire (ρ. μτβ.)
allettamento (ουσ αρσ )
allettante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---