Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allèle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [alˈlɛle]

αλληλόμορφο (βιολογία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allegrone allelomorfo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allegrezza (θηλ.ουσ)
allegria (θηλ.ουσ)
allegro (ουσ αρσ )
allegro (επίθ.)
allegrone (ουσ αρσ )
allele (ουσ αρσ )
allelomorfo (αρσ. επίθ και ουσ)
alleluia (ουσ αρσ και θηλ.)
allenamento (ουσ αρσ )
allenare (ρ. μτβ.)
allenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
allenatore (αρσ. επίθ και ουσ)
allentamento (ουσ αρσ )
allentare (ρ. μτβ.)
allentarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
allentatura (θηλ.ουσ)
allergene (ουσ αρσ )
allergia (θηλ.ουσ)
allergico (αρσ. επίθ και ουσ)
allergizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---