Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόallégro, allègro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [alˈlegro], [alˈlɛgro] 1 σύνθεση σε allegro 2 ζωηρός ρυθμός (μουσική) allégro, allègro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [alˈlegro], [alˈlɛgro] χαρούμενος (-η, -ο), εύθυμος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |