Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allegorizzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [allegoridˈdzare]

1 ερμηνεύω αλληγορικά
2 χρησιμοποιώ αλληγορίες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allegorista allegramente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alleggerire (ρ. μτβ.)
alleggerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
allegoria (θηλ.ουσ)
allegorico (επίθ.)
allegorista (ουσ αρσ και θηλ.)
allegorizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
allegramente (επίρ.)
allegretto (ουσ αρσ )
allegrezza (θηλ.ουσ)
allegria (θηλ.ουσ)
allegro (ουσ αρσ )
allegro (επίθ.)
allegrone (ουσ αρσ )
allele (ουσ αρσ )
allelomorfo (αρσ. επίθ και ουσ)
alleluia (ουσ αρσ και θηλ.)
allenamento (ουσ αρσ )
allenare (ρ. μτβ.)
allenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
allenatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---