Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόallegrétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [alleˈgretto] 1 γρηγορότερο του andante (μουσική) 2 αργότερο του allegro (μουσική) 3 αλλεγκρέτο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |