Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allegàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [alleˈgato]

ο συνημμένος

allegàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [alleˈgato]

συνημμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allegare allegazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allearsi (ρ. μ. αμτβ.)
alleato (ουσ αρσ )
alleato (επίθ.)
allegamento (ουσ αρσ )
allegare (ρ. μτβ.)
allegato (ουσ αρσ )
allegato (επίθ.)
allegazione (θηλ.ουσ)
alleggerimento (ουσ αρσ )
alleggerire (ρ. μτβ.)
alleggerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
allegoria (θηλ.ουσ)
allegorico (επίθ.)
allegorista (ουσ αρσ και θηλ.)
allegorizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
allegramente (επίρ.)
allegretto (ουσ αρσ )
allegrezza (θηλ.ουσ)
allegria (θηλ.ουσ)
allegro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---